συναρμόττω

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Att. for συναρμόζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.