συνδιασπώ

Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.