συνδιατριβή

Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.