συνδιατρίβω
English (LSJ)
[ῑ],
A pass or spend time with or together, σὺν.. Κίμωνι αἰῶνα πάντα σ. Cratin.1.5; τὸν ἄλλον σ. χρόνον (sc. τοῖς τεθνηκόσι) Antiph.53.6.
2 more freq. without acc., live constantly with, μετά τινος, Pl.Smp. 172c, Isoc.2.27, cf. Vit.Philonid. p.12 C.; οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες his disciples, X.Mem.1.2.3, 4.1.1.
II of things, occupy oneself with, μύθοις Isoc.4.158, cf. 2.43, 9.76.
French (Bailly abrégé)
I. user ensemble, employer ensemble : σύν τινι αἰῶνα σ. PLUT, χρόνον PLUT passer le temps ensemble;
II. passer son temps avec, vivre avec :
1 avec un rég. de pers. μετά τινος avec qqn ; particul. suivre les leçons d'un maître : οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες XÉN les disciples de Socrate;
2 avec un rég. de chose passer sa vie occupé à qch (dans la pratique des vertus).
Étymologie: σύν, διατρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διατρίβω samen (met...) de tijd doorbrengen, omgaan (met elkaar); met dat. met iem.: οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες degenen die samen met Socrates hun tijd doorbrengen, de metgezellen van Socrates Xen. Mem. 1.2.3. zich bezighouden met, met dat. iets.
German (Pape)
[τρῑ], mit, zusammen seine Zeit zubringen, leben; μετὰ τοῦ βασιλέως ἐν τοῖς ὑπαιθρίοις, Pol. 4.77.1; mit Einem umgehen, Dem. 23.43: bes. um von ihm zu lernen, ἀφ' οὗ δ' ἐγὼ Σωκράτει συνδιατρίβω, Plat. Symp. 172c; Lach. 180d, Lys. 204c; οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, die Schüler des Sokrates, Xen. Mem. 1.2.3, 4.1.1; μεθ' ὧν συνδιατρίψω, Isocr. 2.27; auch μύθοις, 4.158; Sp., wie Luc. Nigr. 26; Ath. VI.260a.
Russian (Dvoretsky)
συνδιατρίβω: (ῑ)
1 вместе проводить время, постоянно общаться (τινί Plat. и μετά τινος Isocr.): οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες Xen. постоянные спутники, т. е. ученики Сократа; αἱ διατριβαί, ἃς συνδιέτριβον ἀλλήλοις Aeschin. занятия, в которых он проводил время вместе с другими;
2 предаваться, заниматься, посвящать себя (ταῖς ἀρεταῖς, τοῖς μύθοις Τρωϊκοῖς Isocr.).
Greek Monolingual
Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].
Greek Monotonic
συνδιατρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω,
I. 1. περνώ ή δαπανώ χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, συνοικώ, σε Αισχίν.
2. απόλ. (ενν. βίον), ζω σταθερά μαζί με, συζώ, συμβιώνω· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οι μαθητές του, σε Ξεν.
II. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, διέρχομαι τὸν χρόνον μετά τινος ἢ ὁμοῦ, σύν… Κίμωνι αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1. 5· σ. διατριβὰς ἀλλήλοις Αἰσχίλ. 21. 1· τὸν ἄλλον σ. χρόνον (ἐξυπακουομ. τοῖς τεθνηκόσι) Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 2. 2) συνηθέστερον ἀπολ. (ἐξυπακ. τοῦ βίον) ζῶ διαρκῶς μετά τινος, μάλιστα μετὰ κυρίου ἢ δεσπότου, τινὶ καὶ μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 172C, Ἰσοκρ. 20Β· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 3., 4. 1, 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, μύθοις Ἰσοκρ. 73Ε, πρβλ. 23C, 206D. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 127.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to pass or spend time with or together, Aeschin.
2. absol. (sub. βίον) to live constantly with, οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες his disciples, Xen.
II. to occupy oneself with a thing, c. dat., Isocr.