A roll together, EM333.42.
συνειλύω: τυλίσσω ὁμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 333, 42, ἐν λέξ. ἔλυτρον.
Ατυλίγω συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].