συνειλύω

Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A roll together, EM333.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνειλύω: τυλίσσω ὁμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 333, 42, ἐν λέξ. ἔλυτρον.

Greek Monolingual

Α
τυλίγω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].

Greek Monolingual

Α
τυλίγω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].