συνεικάζω

Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A bring into the estimate, Ptol.Tetr.120.    II copy, mimic, Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 1010] zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεικάζω: συγκρίνω, συμπαραβάλλω, Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β.

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].