συνεικάζω

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεικάζω Medium diacritics: συνεικάζω Low diacritics: συνεικάζω Capitals: ΣΥΝΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: syneikázō Transliteration B: syneikazō Transliteration C: syneikazo Beta Code: suneika/zw

English (LSJ)

A bring into the estimate, Ptol.Tetr.120.
II copy, mimic, Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 1010] zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεικάζω: συγκρίνω, συμπαραβάλλω, Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β.

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].