συνείλησις

Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rolling oneself up, of a hedgehog, Ael.NA6.64; rolling up, Sch.Arat.156; synthesis, ἀνάπλωσις καὶ σ. Iamb.Comm.Math.12.

German (Pape)

[Seite 1010] ἡ, das Zusammenwickeln, -treiben, Schol. Arat. 156.

Greek (Liddell-Scott)

συνείλησις: ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου ὅταν συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se ramasser sur soi-même.
Étymologie: συνειλέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.