συνειλέω

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνειλέω Medium diacritics: συνειλέω Low diacritics: συνειλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: syneiléō Transliteration B: syneileō Transliteration C: syneileo Beta Code: suneile/w

English (LSJ)

crowd together, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας Hdt.3.45; also of things, bind together, ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to be crowded or pressed together, εἰς ἔλαττον into less compass, X.HG7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.BJ5.3.1: abs., Plu. Alex.60 (so ἑαυτὸν συνειλήσας, of the hedgehog, Ael.NA6.64); τροφὴ συνειληθεῖσα compressed, Thphr. CP 3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.SD1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.Vit.Auct. 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.M.7.304.

German (Pape)

[Seite 1010] (s. εἰλέω), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.

French (Bailly abrégé)

συνειλῶ :
rassembler en pressant, presser, entasser : τέκνα καὶ γυναῖκας HDT entasser les enfants et les femmes ; ῥάβδους HDT réunir des baguettes en un faisceau ; Pass. être pressé ou serré, se serrer, se presser.
Étymologie: σύν, εἱλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ειλέω bijeendrijven, samenpersen, samenproppen; met εἰς + acc. in iets:; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας... ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας toen hij de kinderen en de vrouwen in de boothuizen bij elkaar had gedreven Hdt. 3.45.4; pass..; εἰς ἔλαττον συνειλοῦντο zij werden nog dichter bij elkaar gedreven Xen. Hell. 7.2.8; ἐς κυκεῶνα τὰ πάντα συνειλέονται alles wordt tot een brij samengeperst Luc. 27.14; van stokjes samenbinden. Hdt. 4.67.1. oprollen:. βιβλίον een boekrol Luc. 43.9.

Russian (Dvoretsky)

συνειλέω:
1 сгонять, загонять (τινας ἐς τοὺς νεωσοίκους Her.): εἰς ἔλαττον συνειλεῖσθαι Xen. быть запертым на небольшом участке; ἐς κυκεῶνα συνειλεῖσθαι Luc. быть беспорядочно смешанным; μείζονι συνειλεῖσθαι ἀπορίᾳ Sext. попадать в еще более затруднительное положение;
2 скреплять, крепко связывать (τὰς ῥάβδους Her.);
3 сгущать, уплотнять: τὸ συνειληθὲν τοῦ αἰθέρος Plut. сжатый воздух.

Greek (Liddell-Scott)

συνειλέω: συσσωρεύω ὁμοῦ, στρυμώνω εἰς ἓν μέρος, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, συνδέω, δένω εἰς ἓν δέμα, ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι ὁμοῦ, εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· κύστις σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.

Greek Monotonic

συνειλέω: μέλ. -ήσω, συσσωρεύω, στριμώχνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάγω, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, δένω σφιχτά μαζί, κουβαριάζω, συνδέω, στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to crowd together, Hdt.; of things, to bind tight together, Hdt.:—Pass. to be crowded or pressed together, Xen., etc.