συνείσδοσις
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, Α συνεισδίδωμι
η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο.
Greek Monolingual
-όσεως, ἡ, Α συνεισδίδωμι
η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο.
-όσεως, ἡ, Α συνεισδίδωμι
η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο.
-όσεως, ἡ, Α συνεισδίδωμι
η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο.