τρίστιχος

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A = τρίστοιχος, κριθαί three-row barley, Placit.5.10.2.

German (Pape)

[Seite 1148] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστῐχος: -ον, = τρίστοιχος, κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστιχος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο- ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].