σχισμός

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ,

   A cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).