τάση
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η / τάσις, -εως, ΝΜΑ
έκταση, τέντωμα (α. «η τάση του ποδιού προς τα πίσω» β. «τάσιν κοιλίης τῷ μαζοφαγεῖν εἰθισμένῳ», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. διάθεση, ροπή, ορμή
2. εν δυνάμει εξέλιξη ενός μεγέθους, ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης μέσα στη ροή του χρόνου με μακροχρόνια προοπτική («υπάρχει μια τάση για ομαλοποίηση της κατάστασης»)
3. (ψυχολ.) ενδογενής ενέργεια που προσανατολίζει έναν οργανισμό προς ένα σταθερό αντικείμενο ή έναν σκοπό
4. ιατρ. η έλξη που ασκείται σε ένα άκρο για ανάταξη κατάγματος
5. φυσ. η πίεση που ασκεί ένα περιορισμένο σε κλειστό χώρο ρευστό στην επιφάνεια που το περιέχει
6. φρ. α) «μηχανική τάση»
(στη μηχανική, στην αντοχή τών υλικών και στη μηχανολογία) φυσικό μέγεθος που ορίζεται ως η δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας στην οποία εφαρμόζεται
β) «επιφανειακή τάση»
φυσ.-χημ. χαρακτηριστική ιδιότητα της επιφάνειας τών υγρών σωμάτων, η οποία ισούται με τη δύναμη που υποτίθεται ότι πρέπει να ασκηθεί ανά μονάδα μήκους σε μια επιφάνεια υγρού, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, για να προκαλέσει την επέκτασή της
γ) «τάση ατμών»
φυσ. η πίεση που ασκείται από ατμό ο οποίος βρίσκεται σε ισορροπία με την υγρή ή στερεά κατάσταση της ίδιας ουσίας, δηλαδή όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε η ουσία να μπορεί να υπάρξει σε δύο ή και στις τρεις φάσεις
δ) «τάση υδρατμών»
(μετεωρ.) η μερική πίεση τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα
ε) «ηλεκτρική τάση»
(ηλεκτρ.) η ποσότητα απαιτούμενου έργου ή ενέργειας ανά μονάδα θετικού ηλεκτρικού φορτίου για τη μεταφορά ενός ηλεκτρικού φορτίου από ένα σημείο ηλεκτρικού πεδίου ή ηλεκτρικού κυκλώματος σε ένα άλλο σημείο του, αλλ. διαφορά δυναμικού
στ) «πολιτική τάση»
(ηλεκτρ.) η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο φάσεων ενός τριφασικού ηλεκτρικού δικτύου
ζ) «φασική τάση»
(ηλεκτρ.) η διαφορά δυναμικού μεταξύ μιας φάσης και του ουδέτερου αγωγού ενός τριφασικού ηλεκτρικού δικτύου
η) «δοκιμαστικό τάσης»
(ηλεκτρ.) απλό ηλεκτρολογικό όργανο, με το οποίο διαπιστώνεται η ύπαρξη τάσης σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο
θ) «τάση απόθεσης» ή «τάση διάσπασης»
χημ. η ελάχιστη ηλεκτρική τάση, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί σε μια ηλεκτρολυτική διάταξη ώστε να είναι δυνατή η εκφόρτιση τών ιόντων του ηλεκτρολυτικού λουτρού στα αντίστοιχα ηλεκτρόδια
ι) «θεωρία τάσης»
(στην οργανική χημεία) θεωρία σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα τών ομοκυκλικών ενώσεων εξαρτάται από το ποσόν της απόκλισης τών γωνιών τών χημικών δεσμών από την τιμή τών 109° 28' που παρατηρείται στην περίπτωση τών κορεσμένων άκυκλων ενώσεων
αρχ.
1. (σχετικά με τα φρύδια) έπαρση, ύψωση
2. (σχετικά με φωνή) ισχυροποίηση
3. μουσ. ύψωση του τόνου ή του φθόγγου
4. ένταση, δύναμη («βελῶν τάσιν οὐ λαβόντων», Πλούτ.)
5. πριαπισμός
6. ο δυόσμος
7. (σε συνεκφορά με τη λ. ἔχω) επιδέχομαι έκταση, τέντωμα
8. (σπάν.) προσήλωση του ματιού πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του θ. τεν- του τείνω (βλ. λ. τείνω) + κατάλ. -σις].