και αττ. τ. ξυνθηρῶ, -άω, Α σύνθηρος1. βγαίνω για κυνήγι μαζί με κάποιον άλλο2. μτφ. συλλαμβάνω ή βρίσκω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («σὺν δὲ νιν θηρώμεθ' εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην», Σοφ.).