φέως

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ω, ὁ,

   A = στοιβή, Poterium spinosum, Thphr.HP6.1.3.

German (Pape)

[Seite 1267] ω, ὁ, eine stachlige Pflanze, poterium spinosum Linn., auch στοίβη genannt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φέως: -ω, ὁ, φυτόν τι ἀκανθῶδες, Λατ. pheos, Poterium spinosum, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· πρβλ. στοιβή.

French (Bailly abrégé)

ω (ἡ) :
autre nom de la plante épineuse στοιβή (poterium spinosum).

Greek Monolingual

-ω, ὁ, Α
είδος ακανθώδους φυτού, η στοιβή.