φωτογραφείο

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαστήριο φωτογράφου
2. κατάστημα πώλησης φωτογραφικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν του Ε. Legrand].