ὑποπραΰνω

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

Ion. ὑπο-πρηύνω,

   A appease by degrees, AP5.254.5 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1229] ep. u. ion. -πρηΰνω, w. m. s. ein wenig od. allmälig besänftigen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπρᾱΰνω: Ἰων. -πρηύνω, βαθμηδὸν ἢ κατ’ ὀλίγον πραΰνω, Ἀνθ. Παλατ. 5. 255.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑποπρηΰνω Α
καταπραΰνω βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πραΰνω «κατευνάζω, μαλακώνω»].