κατευνάζω

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευνάζω Medium diacritics: κατευνάζω Low diacritics: κατευνάζω Capitals: ΚΑΤΕΥΝΑΖΩ
Transliteration A: kateunázō Transliteration B: kateunazō Transliteration C: katevnazo Beta Code: kateuna/zw

English (LSJ)

aor. κατηύνᾰσα (v. infr.), put to bed, lull to sleep, Ἅλιον, ὃν αἰόλα νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε S.Tr.95 (lyr.); of death, με δαίμων κατευνάζει Id.Ant.833 (lyr.); ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, E.Rh.614: metaph., quiet, calm, πόντον A.R.1.1155 (tm.); θηρὸς ἐρωήν Opp.C.3.374 (tm.); μόχθων οὐδ' Ἀίδης με κατεύνασεν gave me no rest from... AP7.278 (Arch. Byz.); (κίνημα) Hierocl. in CA 24p.474M.:—Pass., κατευνάζομαι = lie down to sleep, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il.3.448; to be quieted, ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι λογισμοῖς Plu.Ant.36.

German (Pape)

[Seite 1398] niederlegen u. in Schlaf bringen; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν Ἕκτωρ Eur. Rhes. 614; überte., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz, αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις Soph. Phil. 692; κατὰ δ' εὔνασε πόντον Ap. Rh. 1, 1155; θηρὸς ἐρωήν Opp. Cyn. 3, 374; auch vom Tode, Soph. Ant. 827, u. von der Sonne, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ τίκτει κατευνάζει τε Trach. 95; μόχθων οὐδ' Ἀΐδης με κατεύνασεν Archi. 33 (VII, 278), wie παύω. – Pass. sich niederlegen zur Ruhe, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il. 3, 448; übertr., ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι Plut. Anton. 36.

French (Bailly abrégé)

ao. κατηύνασα;
1 étendre sur une couche, coucher ; Pass. être couché, dormir;
2 fig. endormir, assoupir ; Pass. se reposer, se calmer en parl. des passions.
Étymologie: κατά, εὐνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατευνάζω [κατά, εὐνή] ep. aor. pass. 3 plur. κατεύνασθεν, in bed leggen, doen rusten:; με δαίμων... κατευνάζει = een godheid laat mij inslapen Soph. Ant. 833; overdr. kalmeren:. κ. κῦμα de golven tot rust brengen AP 6.171.3.

Russian (Dvoretsky)

κατευνάζω:
1 укладывать спать, отводить место для ночлега (κ. τινὰ ἐκτὸς τάξεων Eur.); pass. ложиться спать (ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν Hom.);
2 убаюкивать, усыплять (Ἃλιος, ὃν αἰόλα Νὺξ κατευνάζει Soph.);
3 давать отдых, успокаивать, унимать (αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις κ. Soph.; τὴν φύσιν Plut.): κ. τινὰ μόχθων Anth. дать кому-л. отдых от трудов;
4 перен. упокоить (вечным сном) (τινά Soph.).

English (Autenrieth)

and κατευνάω, aor. opt. κατευνήσαιμι, aor. pass. 3 pl. κατεύνασθεν, part. κατευνηθέντα: put to bed, lull to sleep, pass., lie down, sleep.

Greek Monolingual

(AM κατευνάζω)
ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.)
μσν.-αρχ.
τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε», Σοφ.
β. «ἐν τρητοῖσι κατηύνασθεν λεχέεσσιν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. προσδιορίζω τόπο, κατάλυμα σε κάποιον («ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν», Ευρ.)
2. παρέχω σε κάποιον ανάπαυση, ανακούφιση από κάτι
3. μέσ. κατευνάζομαι
αδρανοποιούμαι, γίνομαι νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐνάζω «βάζω κάποιον στο κρεβάτι, αποκοιμίζω». Η κυριολ. αρχική αυτή σημασία εξελίχθηκε σε μεταφορική «καταπραΰνω, καθησυχάζω»].

Greek Monotonic

κατευνάζω: μέλ. -άσω, βάζω για ύπνο, αποκοιμίζω, σε Σοφ.· λέγεται για το θάνατο, στον ίδ.· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, του ανέθεσε φρουρά έξω από το στρατόπεδο, σε Ευρ.· κ. τινὰ μόχθων, ξεκουράζομαι από..., σε Ανθ. — Παθ., πλαγιάζω για να κοιμηθώ, κατακλίνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, ἀποκοιμίζω, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, δαίμων με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν κατάλυμα ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., καθησυχάζω, πραΰνω, πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, παρέχω εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., πλαγιάζω διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, ἔρως δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36.

Middle Liddell

fut. άσω
to put to bed, lull to sleep, Soph.; of death, Soph.; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, Eur.; κ. τινὰ μόχθων to give one rest from…, Anth.:—Pass. to lie down to sleep, Il.