η, Ν(σε περίπτωση σχιζοφρενίας) διαταραχή του γραπτού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνάρτητο συμφυρμό πραγματικών ή φανταστικών λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schizographie (< σχίζω + -γραφία)].