σχιζογραφία

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(σε περίπτωση σχιζοφρενίας) διαταραχή του γραπτού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνάρτητο συμφυρμό πραγματικών ή φανταστικών λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schizographie (< σχίζω + -γραφία)].