διαταραχή
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ἡ, disturbance, Plu.2.317b (pl.).
German (Pape)
[Seite 605] ἡ, Verwirrung, Plut. fort. Rom. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
trouble profond, bouleversement.
Étymologie: διαταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
διατᾰρᾰχή: ἡ замешательство, смятение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διατᾰρᾰχή: ἡ, διατάραξις, Πλούτ. 2. 317Α.
Greek Monolingual
η (AM διαταραχή)
διατάραξη
νεοελλ.
1. ανωμαλία στην κανονική λειτουργία τμήματος ή όλου του οργανισμού («στομαχικές διαταραχές»)
2. «διαταραχές, ψυχικές» — οι νευρώσεις και ψυχώσεις
3. μαθ. μέθοδος με την οποία επιλύεται ένα πρόβλημα εάν συγκριθεί με ένα παρόμοιο πρόβλημα του οποίου η λύση είναι γνωστή
4. φυσ.-χημ. «διαταραχή, κρυσταλλική» — η διαφορά ανάμεσα στην ιδανική τρισδιάστατη δομή κάθε στερεού κρυσταλλικού σώματος, η οποία υπάρχει στη θερμοκρασία του απόλυτου μηδενός, και στην πραγματική κρυσταλλική δομή του σε κάποια άλλη, μεγαλύτερη θερμοκρασία.