-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή. επίρρ...υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Νμε δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].