ὑψηλόφωνος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόφωνος Medium diacritics: ὑψηλόφωνος Low diacritics: υψηλόφωνος Capitals: ΥΨΗΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlóphōnos Transliteration B: hypsēlophōnos Transliteration C: ypsilofonos Beta Code: u(yhlo/fwnos

English (LSJ)

ὑψηλόφωνον, with high or loud voice, Sch.rec.S.El.243.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.
επίρρ...
υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].

German (Pape)

mit hoher od. lauter Stimme, Schol. Soph. El. 243.