τόλμιλλος
English (LSJ)
ὁ,
A dare-devil, Theognost. Can.Prooem.
Greek (Liddell-Scott)
τόλμιλλος: ὁ, καὶ αὐθαδίας ἐγώ, ὁ τολμητίας καὶ αὐθάδης, Θεογνώστ. Καν. ἐν παροιμ. παρὰ τῷ Cram. An. gr. Ox. II, σ. 1.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
τολμηρός, τολμητίας («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + υποκορ. κατάλ. -ιλος, με εκφραστ. διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. ῥόβ-ιλλος)].