τολμητίας

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητίας Medium diacritics: τολμητίας Low diacritics: τολμητίας Capitals: ΤΟΛΜΗΤΙΑΣ
Transliteration A: tolmētías Transliteration B: tolmētias Transliteration C: tolmitias Beta Code: tolmhti/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, = τολμητής, Com.Adesp. 1166, Adam.1.7, Agath.1.4, 4.27.

German (Pape)

[Seite 1126] ὁ, = Vorigem, Agath.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητίας: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τολμητής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τολμητίας· προπετής, αὐθάδης, ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἐπιχειρῶν».

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τολμηρός άνθρωπος, τολμητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμητής + κατάλ. -ίας].