και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.