φούχτα

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

και φούκτα, η / φοῦκτα, ΝΜ
βλ. χούφτα.