χαριτογλωσσῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Αλέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -γλωσσῶ (< -γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο-γλωσσῶ / -γλωττῶ].