το, Ν1. φυλαχτό, περίαπτο2. στον πληθ. τα χαϊμαλιαειρων. πολλά και άκομψα κοσμήματα («τί μού φόρεσες αυτά τα χαϊμαλιά;»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamail ή, κατ' άλλη άποψη, hamaili, μέσω ενός τ. χαμαϊλί με μετάθεση του -ι-].