φωτόνιο

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. κβαντόνιο, αναφερόμενο στο φως και γενικότερα στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, φορέας τών ηλεκτρομαγνητικών αλληλεπιδράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photon < φως, φωτός].