ακτινοβολία
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
η (Α ἀκτινοβολία) ἀκτινοβόλος
εκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα
νεοελλ.
1. λάμψη, αντανάκλαση, ανταύγεια
2. η επίδραση για τη διάπλαση πνεύματος και ήθους
3. (Φυσ.) η ροή ή το ρεύμα ατομικών ή υποατομικών σωματιδίων και κυμάτων, όπως είναι αυτά που συνδέονται με τις θερμικές και τις φωτεινές ακτίνες ή με τις ακτίνες Χ.