ὑποκάρπιος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον,

   A under the wrist, ἀρτηρία Aristaenet.1.13.

German (Pape)

[Seite 1219] unter der Vorderhand, ἀρτηρία, die Pulsader, an welcher der Arzt den Puls fühlt, Aristaen. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάρπιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν καρπὸν τῆς χειρός, ὑποκάρπιος ἀρτηρία Ἀρισταίν. 1. 13.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρτηρία) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετα-κάρπ-ιον)].