ὑποκάρπιος

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκάρπιος Medium diacritics: ὑποκάρπιος Low diacritics: υποκάρπιος Capitals: ΥΠΟΚΑΡΠΙΟΣ
Transliteration A: hypokárpios Transliteration B: hypokarpios Transliteration C: ypokarpios Beta Code: u(poka/rpios

English (LSJ)

ὑποκάρπιον, under the wrist, ἀρτηρία Aristaenet.1.13.

German (Pape)

[Seite 1219] unter der Vorderhand, ἀρτηρία, die Pulsader, an welcher der Arzt den Puls fühlt, Aristaen. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάρπιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν καρπὸν τῆς χειρός, ὑποκάρπιος ἀρτηρία Ἀρισταίν. 1. 13.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρτηρία) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετα-κάρπ-ιον)].