ὑπερφύεια

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

[φῠ], ἡ,

   A magnificence, τῶν πυραμίδων OGI666.26 (Egypt, i A. D.); excellency, as a title, POxy.135.12 (vi A. D.), etc.; cf. ὑπερφυΐα.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ὑπερφυής
μσν.
(ως τιμητική προσφώνηση) εξοχότητα
αρχ.
(για τις πυραμίδες) το θαυμαστό, το μεγαλειώδες.