φωνοθήκη

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
αίθουσα ή αρχείο όπου τοποθετούνται ή αρχειοθετούνται δίσκοι ή ηχογραφημένες μαγνητοταινίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + θήκη.