αίθουσα
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α αἴθουσα)
νεοελλ.
1. ευρύχωρο δωμάτιο υποδοχής, σάλα
2. στεγασμένος χώρος για πολυπληθείς συγκεντρώσεις
αρχ.
υπόστεγο, στοά της ομηρικής κατοικίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αίθουσα (ενν. στοά), μετχ. του ρ. αἴθω «καίω». Αρχικά σήμαινε (κατά τον Chantraine) «έναν εξωτερικό χώρο (στοά) του σπιτιού, όπου θ' άναβαν φωτιά» μάλλον παρά «το μέρος του σπιτιού (στοά της αυλής) το εκτεθειμένο στον ήλιο, το στραμμένο προς την ανατολή», που είναι η συνήθης ετυμολογία της λ.].