συνεπιθωΰσσω

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.

French (Bailly abrégé)

exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].