φωνάζω

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν
εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω
νεοελλ.
1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του»)
2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί»)
3. προσκαλώ («αν και είναι άρρωστος, δεν φωνάζει τον γιατρό»)
4. καλώ κάποιον ονομαστικά («να δεις που ο δάσκαλος θα μέ φωνάξει για μάθημα»)
5. εκδηλώνω με φωνές την οργή μου («φωνάζει διαρκώς στη γυναίκα του»)
6. παροιμ. φρ. α) «φωνάζει ο κλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης» — λέγεται για όσους επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν
β) «φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα» — λέγεται για εκείνους που προξενούν πανικό για ιδιοτελείς σκοπούς
γ) «αν δεν φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάννα του» — δηλώνει ότι πρέπει να διεκδικεί κανείς επίμονα το δίκαιό του για να το διασφαλίσει
δ) «φώναξε τον Ηρώδη» — λέγεται για άτομο απάνθρωπο και σκληρό, ιδίως απέναντι σε αόπλους και παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνῶ + ρηματ. κατάλ. -άζω, κατά το κράζω.