A to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.
συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.
Α ὑποπίπτωκαθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.