φλάσμα

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ατος, τό, Ion. for θλάσμα, Hp.Art.36, al.

German (Pape)

[Seite 1290] τό, ion. statt θλάσμα, Quetschung, Contusion, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλάσμα: τό, Ἰων. ἀντὶ θλάσμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν ἔθος Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α φλῶ
ιων. τ. θλάσμα.