θλάσμα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
-ατος, τό, bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, der Druck, die Quetschung, Philo., Medic. Vgl. φλάσμα.
Russian (Dvoretsky)
θλάσμα: ατος τό вдавление, помятость или ушиб (ἕλκη καὶ θλάσματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θλάσμα: τό, (θλάω) σπάσιμον, σύντριμμα, πληγή, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 117, Διοσκ. 2. 200· πρβλ. φλάσμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θλάσμα) θλω
θλάση, σπάσιμο, σύντριμμα
αρχ.
πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη.