φυλλόπτωση

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. βοτ. η πτώση τών φύλλων τών πολυετών ποωδών και ξυλωδών φυτών ως αποτέλεσμα τών μεταβολών οι οποίες συντελούνται σε μια εξειδικευμένη εγκάρσια ζώνη του φύλλου, στη ζώνη αποκοπής
2. (φυτοπαθ.) νοσηρό φαινόμενο, που διακρίνεται από το φυσιολογικό λόγω της πρόωρης και σε μεγάλο ποσοστό απόπτωσης τών φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -πτωση (< πτώση)].