φόκο

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. φωτιά
2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» — πυρπόλησε
β) «πήρε φόκο»
i) άναψε, πήρε φωτιά
ii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»].