το, Ν1. φωτιά2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» — πυρπόλησεβ) «πήρε φόκο»i) άναψε, πήρε φωτιάii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»].