εστία
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑστία, Α ιων. τ. ἱστίη)
1. το μέρος του σπιτιού στο οποίο οι ένοικοι άναβαν τον χειμώνα φωτιά που χρησιμοποιούσαν και για μαγείρεμα (κν. γωνιά, τζάκι κ.λπ.)
2. το σπίτι ή ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου («εγκατέλειψε την πατρική εστία»)
3. το μέρος στο οποίο δημιουργείται κάτι που διαδίδεται και σε άλλα μέρη, η κοιτίδα, η πηγή, το κέντρο (α. «εστία του πολιτισμού» β. «εστία του κακού»)
νεοελλ.
1. στρατ. (για παλιά πυροβόλα) η σκάφη του εμπυρέα (κν. βιδόνι)
2. (πυροβ.) το σημείο στο οποίο παράγεται ο σπινθήρας («εστία πυροβόλου όπλου»)
3. (για υπονομεύσεις) ο χώρος που τοποθετούνται οι εκρηκτικές ύλες
4. τεχνολ. το μέρος μιας συσκευής βιομηχανικής ή οικιακής θέρμανσης όπου γίνεται η καύση
5. φυσ. το σημείο που συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης αφού διέλθουν από φακό ή αφού γίνει αντανάκλαση σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα
6. (οπτ.) το κάθε ένα από τα δύο σημεία του οπτικού άξονα που συγκλίνουν οι παράλληλες ακτίνες οι οποίες εκπορεύονται από τον οφθαλμό ή εισέρχονται σε αυτόν
7. μαθ. ονομασία ορισμένων σημείων της ελλείψεως, της υπερβολής, της παραβολής κ.λπ. που έχουν θέση ανάλογη με τη θέση του κέντρου για τον κύκλο
μσν.
1. φωτιά
2. μτφ. οργή, πάθος
αρχ.
1. η οικογένεια, ο οικογενειακός κύκλος
2. βωμός θεών της οικογένειας και γενικά βωμός, θυσιαστήριο
3. η ιερή έδρα τών οικογενειακών θεοτήτων την οποία χρησιμοποιούσαν ως άσυλο οι ικέτες
4. η τελευταία κατοικία, ο τάφος
5. (για πόλεις που θεωρούνται η εστία του κράτους) η μητρόπολη, η πρωτεύουσα πόλη
6. το κεντρικό πυρ του σύμπαντος στους Πυθαγορείους
7. μτφ. η καρδιά ως εστία του σώματος, ως βασικό όργανο
8. (μτφ. για τη γη) «καὶ γαῖα μῆτερ, ἑστίαν δὲ σ' οἱ σοφοὶ βροτῶν καλοῦσιν ἡμένην ἐν αἰθέρι», Ευρ.
9. τίτλος ιέρειας, ιέρεια
10. ως κύρ. όν. ἡ Ἑστία
όνομα της θεάς της εστίας
11. φρ. α) «ἵστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν... ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος»
(για όρκο) μάρτυράς μου ας είναι πρώτα πρώτα ο Ζευς από τους θεούς... και η εστία του Οδυσσέα του ασύγκριτου, Ομ. Οδ.
β) «μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας» — για τάξη μυηθέντων στα Ελευσίνια
γ) «ἡ Ἑστία γελᾷ» — η φωτιά στην εστία κάνει θόρυβο, Αριστοτ. δ) «κοινὴ ἑστία»
(i) δημόσιος βωμός που χρησιμεύει ως άσυλο στους πρόσφυγες
(ii) δημόσια τράπεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εστία είναι πιθ. παράγωγο ενός θ. εστο- ή εστα-, σχηματισμένη κατά τα ουσιαστικά σε -ία (πρβλ. οικία, κλισία κ.ά.). Στον παράλληλο διαλεκτ. τ. ιστίᾱ, -in το αρχικό -ι- προήλθε πιθ. με αφομοίωση, ενώ η υποτεθείσα αναλογική επίδραση του ίστημι στον τ. είναι αμφίβολη. Για την ετυμολ. της λέξης καίρια είναι η ύπαρξη ή η απουσία ενός αρχικού F στον τ., το οποίο μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. γιστία
εσχάρη και στο αρκαδ. ανθρωπωνύμιο Fιστίας, ενώ λείπει στις διαλεκτικές επιγραφές, όπου θα αναμενόταν. Η σίγηση του F- οφείλεται ίσως σε αναλογική επίδραση του τ. εσχάρα (ή του τ. ίστημι για το ιστίᾱ). Η υποστηριχθείσα, εξάλλου, σύνδεση με λατ. Vesta δεν είναι βέβαιη.
ΠΑΡ. αρχ. εστιώ
νεοελλ.
εστιάζω, εστιακός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αφέστιος, ενέστιος, επίστιος, ευέστιος, εφέστιος, ομέστιος, ομοέστιος, πανέστιος, παρέστιος, συνέστιος, συνομέστιος, φιλοσυνέστιος].