τρομοκράτης

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. τρομοκράτισσα, Ν
1. αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να αποσπάσει κάτι με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας
2. μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. τρομοκράται, μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο].