σχολαίως

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à loisir;
2 lentement;
Cp. σχολαιότερον ou σχολαίτερον et σχολαίτερα, Sp. σχολαίτατα.
Étymologie: σχολαῖος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. σχολαῑος.