-ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζωαυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το σφαχτόα) το σφάγιο, το σφαχτάριβ) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.