χιονέα
Greek Monolingual
η, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων βραχύκερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chionea].
η, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων βραχύκερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chionea].