ἀγαθός, χρηστός, Hsch.
χάσιος: -α, -ον, = χαός, «χάσιος· ἀγαθός, χρηστός» Ἠσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀγαθός, χρηστός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χάϊος.