φυγανθρωπεύω

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A shun mankind, φ. ἐς ἐρημίην Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1311] Menschen fliehen, menschenscheu sein, Sp.

Greek Monolingual

Α
αποφεύγω τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. -φυγ-ον του ρ. φεύγω + -ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ-ανθρωπεύω)].