Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(AM ἀποφεύγω)
1. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι
2. αρνούμαι να κάνω κάτι
3. διαφεύγω, διασώζομαι
αρχ.
1. απαλλάσσομαι, αθωώνομαι
2. (για γυναίκες) γεννώ.